Δευτέρα 16 Αυγούστου 2010

Παρουσίαση του βιβλίου Κόκινος Καπνάς, του Βλάση Αγτζίδη




O Κόκκινος Καπνάς και ο ελληνισμός του Καυκάσου


Συγγραφέας: Βλάσης Αγτζίδης
Σελ. 504
Τιμή: 30 ευρώ
Έτος Έκδοσης:2010

Λίγα λόγια για την εφημερίδα Κόκινος Καπνας

Η εφημερίδα Κόκινος Καπνας είναι μια μοναδική ελληνική εφημερίδα της διασποράς, γιατί υπήρξε καθεστωτική σοβιετική και γιατί είχε σαφή θέση όσον αφορά το γλωσσικό ζήτημα: ήταν υπέρ της δημοτικής γλώσσας και της φωνητικής γραφής. Το φαινόμενο των ελληνικών κομμουνιστικών εφημερίδων που υπήρξαν καθεστωτικές εμφανίστηκε μόνο στην περιοχή των ελληνικών κοινοτήτων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Κόκινος Καπνας είναι ένα από τα λίγα ελληνικά έντυπα της Σοβιετικής Ένωσης που διασώθηκαν με σχετική πληρότητα. Στις σελίδες του, όπως άλλωστε και στις σελίδες των υπόλοιπων ελληνικών εφημερίδων της ΕΣΣΔ, αποτυπώνεται ένας ελληνικός καθεστωτικός κομμουνιστικός λόγος, ο οποίος εμφανίστηκε και διαμορφώθηκε μόνο στη Σοβιετική Ένωση, όπου η εξουσία ανήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Η ιδιομορφία του ωστόσο εντοπίζεται στο γεγονός ότι υπηρετούσε παράλληλα και τη δημοτικιστική ιδεολογία.
Ο Κόκινος Καπνας αποτελούσε το σημείο συνάντησης του σοβιετικού κόσμου με τον ελληνικό. Έξέφρασε τη συνάντηση των νέων σοβιετικών αντιλήψεων για την κοινωνία και τον πολιτισμό με τις ριζοσπαστικότερες ελληνικές θέσεις. Από τα άμεσα αποτέλεσματα αυτής της συνάντησης ήταν η αντικατάσταση του εικοσιτετραγράμματου αλφάβητου με το εικοσαγράμματο. Υπήρξε, όπως προαναφέρθηκε, η μοναδική ελληνική εφημερίδα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης που από την πρώτη μέρα της έκδοσής της υποστήριζε τις δημοτικιστικές απόψεις και αντιτάχθηκε στις προσπάθειες που στόχευαν στην αναβάθμιση των τοπικών ελληνικών διαλέκτων.
Μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας προβάλλει ένας άγνωστος ελληνικός κόσμος, ο οποίος κλήθηκε να πειθαρχήσει στις νέες απόψεις που εκφράστηκαν από τη σοβιετική εξουσία. Τα στοιχεία και οι λεπτομέρειες για τις ελληνικές κοινότητες, που δίνει η εφημερίδα έρχονται να καλύψουν το μεγάλο κενό της γνώσης μας για τον τρόπο προσαρμογής τους στο κομμουνιστικό περιβάλλον και ειδικότερα στις νέες οικονομικές δομές που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της κολεκτιβοποίησης. Η αξία αυτών των πληροφοριών αυξάνεται αν λάβουμε υπόψη και τη μεγάλη έλλειψη δεδομένων και αντίστοιχης βιβλιογραφίας για την περίοδο αυτή. Άλλο σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από τη μελέτη της εφημερίδας, σχετίζεται με την απόκρυφη εσωτερική λειτουργία των κομμουνιστικών μηχανισμών. Οι νέοι κώδικες που εισήχθησαν στη σοβιετική κοινωνία είναι παρόντες στην εφημερίδα, δίνοντας μια μοναδική ευκαιρία αποκρυπτογράφησης των μηχανισμών ελέγχου και των μεθόδων που είχαν εφευρεθεί για να εξυπηρετήσουν την ανάγκη του βίαιου μετασχηματισμού.
Κατά συνέπεια, η σημαντικότητα της εφημερίδας ορίζεται από το ότι ήταν ένα επίσημο σοβιετικό ελληνικό έντυπο του μεσοπολέμου, ότι χρησιμοποιούσε τη φωνητική γραφή παραμένοντας πιστή στις δημοτικιστικές απόψεις, ότι χρησιμοποιούσε τους σοβιετικούς κώδικες στη γραφή (που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "ξύλινη γλώσσα"), ότι ενσάρκωνε τις σοβιετικές τεχνικές πειθαναγκασμού των πολιτών και τέλος ότι απευθυνόταν στις ελληνικές κοινότητες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, για τις οποίες υπάρχει περιορισμένη βιβλιογραφία και οι οποίες επιβιώνουν ακόμα, έχοντας διανύσει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορική πορεία.

Δραματικός ήταν ο επίλογος της συγκεκριμένης προσπάθειας, η οποία εν τέλει ήταν η προσπάθεια άρθρωσης ενός ελληνικού λόγου απολύτως προσαρμοσμένου στο σοβιετικό περιβάλλον. Η εφημερίδα έκφρασε την πίστη των Ελλήνων διανοουμένων της Σοβιετικής Ένωσης για μια κοινωνία ισότητας, δίχως τάξεις, καταπίεση και εκμετάλλευση όπου οι μικρές εθνικές ομάδες θα απολάμβαναν πλήρη δικαιώματα στην έκφραση και στην ανάπτυξη της γλώσσας και του πολιτισμού τους. Μόνο που δεν πήρε υπόψη της τις τρομακτικές δυνάμεις της εξουσίας και τα συμφέροντα που κυριαρχούσαν στην αχανή Σοβιετική Ένωση. Με την αλλαγή της εσωτερικής πολιτικής που σημειώθηκε στη σοβιετική ηγεσία από το 1936 οι Έλληνες, όπως και οι άλλες εθνότητες που είχαν ως κέντρο αναφοράς άλλη χώρα εκτός της Σοβιετικής Ένωσης, αντιμετωπίστηκαν ως μη φιλική εθνότητα. Για τις εθνότητες αυτές υιοθετήθηκε πλέον η πολιτική της αφομοίωσης και ακολουθήθηκαν συγκεκριμένες αφομοιωτικές τεχνικές, όπως η εξόντωση της φυσικής ηγεσίας τους και η βίαιη διάσπαση της κοινωνικής τους συνοχής. Στο πλαίσιο της νέας σοβιετικής πολιτικής η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων του Κόκινυ Καπνα συνελήφθη στα τέλη του 1937 και στο πρώτο εξάμηνο του 1938. Όσοι δεν εκτελέστηκαν με τις κατηγορίες του "προδότη της σοβιετικής πατρίδας", του "Έλληνα εθνικιστή" και του "κουλάκικου στοιχείου", στάλθηκαν σε πολυετείς εξορίες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Σιβηρίας, απ' όπου ελάχιστοι μόνο επέστρεψαν τη δεκαετία του '50. Παράλληλα έκλεισαν τα ελληνικά σχολεία και τα θέατρα, ενώ καταστράφηκαν τα τυπογραφεία και απαγορεύτηκε κάθε ελληνική δραστηριότητα. Η διαδικασία αφομοίωσης συνεχίστηκε το 1949 με τη μεταφορά του ελληνικού πληθυσμού από την Αμπχαζία και τον υπόλοιπο Καύκασο, εκτός της κεντρικής Γεωργίας, στο Καζαχστάν, στο Ουζμπεκιστάν, στη Κιργιζία, στο Τουρκμενιστάν και στη Σιβηρία.
Η καταστροφή του τελευταίου σώματος της εφημερίδας Κόκινος Καπνας που υπήρχε στον Καύκασο κατά τη διάρκεια του πρόσφατου πολέμου μεταξύ Γεωργιανών και Αμπχαζίων (1992-1993), ο οποίος υποχρέωσε παράλληλα σε νέα προσφυγιά όσους Έλληνες είχαν επιστρέψει στην περιοχή από την εξορία μετά την αποσταλινοποίηση, δείχνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη δραματική πορεία του ελληνισμού στην περιοχή, τις απελπισμένες προσπάθειες επιβίωσής του σε ένα χώρο οικείο από την αρχαιότητα και τέλος την ήττα και την απώλεια των ερεισμάτων στον πάλαι ποτέ ελληνικό Εύξεινο Πόντο.
Η συγκεκριμένη μελέτη βασίζεται σε διδακτορική διατριβή, η οποία εγκρίθηκε με τον χαρακτηρισμό "άριστα" από την Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου